ὅρῳ
111PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… …
112Αρκτούρος — (Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του… …
113άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …
114έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …
115έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… …
116αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …
117απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… …
118αρκυωρός — ἀρκυωρός, ο (Α) ο φύλακας των διχτυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + ωρος < *wōro < ορώ ( άω). Το ω τού τύπου αναλογικά προς το θυρωρός] …
119αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] …
120αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… …