ὅρους

  • 121τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 122υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 123υποπλάκιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το όρος Πλάκος τής Μυσίας·2. φρ. «Ὑποπλάκιοι Θῆβαι» πόλη τής Μυσίας στους πρόποδες τού όρους Πλάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Πλάκος «ονομ. όρους τής Τροίας» + κατάλ. ιος] …

    Dictionary of Greek

  • 124Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης …

    Dictionary of Greek

  • 125Αγίου Γερμανού, συνθήκη — Η δεύτερη από τις δύο συνθήκες ειρήνης (πρώτη των Βερσαλιών) με τις οποίες τερματίστηκε ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 στο ιστορικό ανάκτορο του Α.Γ., στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού (Saint Germaine),… …

    Dictionary of Greek

  • 126αγροτικά χρέη — Ονομάζονται τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα χρέη που συνάπτουν οι αγρότες για την αντιμετώπιση ατομικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών αναγκών. Τα α.χ., εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής, διαφέρουν… …

    Dictionary of Greek

  • 127Αθαμπάσκα — (Athabaska). Ονομασία ποταμού, λίμνης, όρους, διάβασης και επαρχίας του κεντρικού Καναδά. Ο ποταμός πηγάζει από τα Βραχώδη όρη, έχει μήκος 1.303 χλμ. και εκβάλλει στην ομώνυμη λίμνη, η οποία βρίσκεται 650 χλμ. από τη δυτική πλευρά του κόλπου… …

    Dictionary of Greek

  • 128Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …

    Dictionary of Greek