ὅρμω
1ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …
2ορμώ — ορμάω / ορμώ 1 όρμησα βλ. πίν. 58 2 όρμηξα βλ. πίν. 66 …
3ορμώ — όρμησα 1. κινούμαι τρέχοντας προς τα εμπρός. 2. επιτίθεμαι, ρίχνομαι, χιμώ: Όρμησαν πρώτοι οι τσολιάδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὁρμῶ — ὁρμάω set in motion pres imperat mp 2nd sg ὁρμάω set in motion pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὁρμάω set in motion pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὁρμάω set in motion pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὁρμάω set in… …
5ὅρμω — ὅρμος cord masc nom/voc/acc dual ὅρμος cord masc gen sg (doric aeolic) …
6ὅρμῳ — ὅρμος cord masc dat sg …
7ὅρμωι — ὅρμῳ , ὅρμος cord masc dat sg …
8εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …
9ενορμώ — (I) ( άω) (AM ἐνορμῶ) [ορμώ] ορμώ μέσα, εισορμώ. (II) ( έω) (AM ἐνορμῶ) είμαι αραγμένος σε λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ορμώ «είμαι αγκυροβολημένος» (για πλοίο) < όρμος] …
10καταΐσσω — (Α) 1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω 2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά 3. μέσ. καταΐσσομαι ορμώ από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …