ὅρκον

  • 31λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 32μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 33ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 34νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …

    Dictionary of Greek

  • 35ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …

    Dictionary of Greek

  • 36ορκωμότης — ὁρκωμότης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί 2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα της (πρβλ. συν ωμότης). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …

    Dictionary of Greek

  • 37ορκώμοτος — ὁρκώμοτος, ον (Α) αυτός ενώπιον τού οποίου ορκίζεται κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα τος (πρβλ. αν ώμοτος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 38παράφημι — και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α 1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 39παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …

    Dictionary of Greek

  • 40παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …

    Dictionary of Greek