ὅπως μηδὲν δεήσει

  • 1σφίγμα — τὸ, ΜΑ [σφίγγω] αυτό που έχει δεθεί στερεά αρχ. συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῡτο σφίγμα γένηται», Ήρων.) …

    Dictionary of Greek