ὅπως δ' ἂν εἰδῇ

  • 1Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Λάρισας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1974 από μια συντροφιά που σκοπό της είχε θέσει τη διάσωση, μελέτη και προβολή του παραδοσιακού προ μηχανικού πολιτισμού της Θεσσαλίας. Η συλλογή του, που αποτελείται από περισσότερα από 15.000 αντικείμενα, εκτίθεται… …

    Dictionary of Greek

  • 2ανθόκερος — (anthoceros). Γένος βρυοφύτων της οικογένειας των ανθοκεροτιδών. Αριθμεί περίπου 80 είδη των εύκρατων περιοχών. Το γαμετόφυτο αποτελείται από έναν φυλλοειδή θαλλό, κάτω από την επιδερμίδα του οποίου σχηματίζονται τα ανθηρίδια και τα αρχεγόνια.… …

    Dictionary of Greek

  • 3αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …

    Dictionary of Greek

  • 4φιδόχορτο — και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών τής ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη τού γένους άρο, τού γένους αριστολόχια, τού γένους γναφάλιο, τού γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 5πενατούλη — (pennatula phosphorea). Κοιλεντερωτό της ομοταξίας των ανθόζωων. Συγκροτεί αποικίες πολυπόδων με μορφή φτερού (μήκους περ. 30 εκ.), και ρόδινο χρώμα· έχει ένα στέλεχος, χωμένο με το κατώτερο άκρο του στον αμμώδη βυθό, που περιέχει έναν κερατοειδή …

    Dictionary of Greek

  • 6σπορόζωα — Ομοταξία ή υπερομοταξία πρωτόζωων, που περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό ειδών, παράσιτων ή σαπρόφυτων (σαπροφυτισμός). Τα σ. έχουν ποικιλία μορφών και διαστάσεις που κυμαίνονται από μερικά μικρά, π.χ. στις βαβεσίες (πιροπλασμοειδή), μέχρι πάνω από… …

    Dictionary of Greek

  • 7εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …

    Dictionary of Greek

  • 8ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… …

    Dictionary of Greek

  • 9κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek