ὅπυι
1όπυι — ὅπυι (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. όποι …
2где — укр. де, др. русск., ст. слав. къде ποῦ (Супр., Остром.), болг. де, къде, сербохорв. кди, словен. gdė̑, kjè, чеш. kde, польск. gdzie, в. луж. (h)dze, н. луж. ze, zo. Вместе с тем встречается др. русск. гдѣ (XIII – XIV вв.), согласно… …
3οπυιητής — ὀπυιητής, έω, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. οπυι τού ενεστ. τού ρ. ὀπυίω πιθ. αντί ενός αμάρτυρου αρχ. *ὀπυστής] …
4πύς — Α επίρρ. δωρ. τ. τού ποῑ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού ποῖ (πρβλ. ὅποι: ὅπυι), βλ. λ. πο ] …
5τυΐ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδε Κρῆτες» 2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*] …
6όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… …