ὅπου γε
1ὅπου — in some places indeclform (adverb) …
2όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… …
3οπού — επίρρ. βλ. όπου …
4όπου — επίρρ. αναφορ. τοπ., στον τόπο που, σ όποιο μέρος: Όπου κι αν πας δε θα ’σαι καλύτερα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6ὀποῦ — ὀπός juice masc gen sg …
7Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Ὄπου φιλεῖς, μὴ δάνειζε. — См. Хочешь врага нажить дай ему взаймы …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Ὃπου τὶς ἄλγει κεῖσε καὶ τὸν νοῦν ἔχει. — См. Что у кого болит, тот о том и говорит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)