ὅπη δή
1όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… …
2ὀπή — opening fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ὅπη — by which indeclform (adverb) …
4ὅπῃ — ὅπη by which indeclform (adverb) …
5οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… …
6ὀπῇ — ὀπάζω make to follow fut ind mid 2nd sg (doric) ὀπάζω make to follow fut ind act 3rd sg (doric) ὀπή opening fem dat sg (attic epic ionic) …
7χὤπη — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) …
8χὤπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) …
9ὅπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) …
10ὅπηπερ — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) …