ὅπη δή

  • 81έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 82αεραγωγός — ο 1. αυτός διά τού οποίου μεταφέρεται, διοχετεύεται ο αέρας 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεραγωγός οπή, σωλήνας ή συσκευή διοχετεύσεως ατμοσφαιρικού αέρα σε κλειστό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + αγωγός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airduct] …

    Dictionary of Greek

  • 83ακανθικός — ή, ό (Α ἀκανθικός, ή, ὸν) [ἀκανθα] ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια «ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξενικού όρου < ακανθικός* + τρήμα «οπή, τρύπα»] …

    Dictionary of Greek

  • 84ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα …

    Dictionary of Greek

  • 85αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …

    Dictionary of Greek

  • 86αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… …

    Dictionary of Greek

  • 87αναχρίω — ἀναχρίω (AM) μσν. επικαλύπτοντας με ασβέστη φράζω άνοιγμα ή οπή αρχ. επαλείφω, αλείφω συνεχώς …

    Dictionary of Greek

  • 88ανόπαια — Το μονοπάτι του όρους Οίτη απ’ όπου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες για να προσβάλουν από τα νώτα τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Από το ίδιο μονοπάτι εισέβαλαν οι Γαλάτες με τον Βρέννο το 278 π.Χ. * * * ἀνόπαια επίρρ. (Α) προς τα επάνω, προς τον… …

    Dictionary of Greek

  • 89ανώπιον — ἀνώπιον, το (Α) [οπή] «τὰ ἀνώπια» το επάνω μέρος της θύρας, ο φεγγίτης …

    Dictionary of Greek

  • 90αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… …

    Dictionary of Greek