ὅπη δή

  • 61ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 62Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… …

    Dictionary of Greek

  • 63ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …

    Dictionary of Greek

  • 64οπαίο — το 1. στους αρχαίους, η οπή της στέγης του σπιτιού, απ όπου έβγαινε ο καπνός της εστίας και φωτιζόταν το εσωτερικό του σπιτιού. 2. οπή στο σωλήνα πυροδότησης πυροβόλου του πλοίου. 3. (ναυτ.) άνοιγμα στο θωράκιο του πλοίου, αλλ. τρύπα του… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 65ὀπά — ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 66скважина — др. русск. скважьнь ж. расселина, пещера , ст. слав. сквожьнѩ (Супр.), цслав. скважня, кважня ὀπή. Связано чередованием гласных со сквозь (см.); ср. Уленбек, РВВ 22, 200 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 67сквозь — предл. и нареч., насквозь, др. русск. сквозѣ сквозь, внутрь , ст. слав. сквозѣ διά (Супр.), сквожьнѩ ὀπή (Супр.), словен. skọ̑z, skọ̑zi сквозь, через, всегда , skọ̑znja дыра . Связано чередованием гласных со скважина (см.); см. Соболевский,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 68Aristonicus of Alexandria — Aristonicus (Latin; Greek polytonic|Ἀριστόνικος Aristonikos ) of Alexandria was a distinguished Greek grammarian who lived during the reigns of Augustus and Tiberius, contemporary with Strabo.Strabo 1.38.] He taught at Rome, and wrote… …

    Wikipedia

  • 69разселина — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὀπή) расселина; отверстие.    … …

    Словарь церковнославянского языка

  • 70амо — (26) нар. Куда: и шлеми су(т) повелѣнье(м) Б҃ьимь. амо бо хощеть Вл(д)ка и Творець всѣ(х). ЛЛ 1377, 95 об. (1110); амо же: Ти бо норови доведошѩ ихъ амо же по вьсѩ дьни желаахоу. Изб 1076, 7 об.; г(с)нъ ѥго ѡ(т)поустить предо многыми послухы съ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)