ὅπη δή

  • 51σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …

    Dictionary of Greek

  • 52τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 53τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 54τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 55τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… …

    Dictionary of Greek

  • 56χείμαρος — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερού αρχ. πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να… …

    Dictionary of Greek

  • 57όπεας — ὄπεας και δ. γρφ. ὄπεαρ, ατος, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο τού υποδηματοποιού, σουβλί για το τρύπημα δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τεχνικός όρος, ο οποίος συνδέεται με τη λ. ὀπή «τρύπα» και εμφανίζει επίθημα ας / αρ, το οποίο απαντά μόνο σε αρχ. λέξεις.… …

    Dictionary of Greek

  • 58αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό …

    Dictionary of Greek

  • 59Γουίλερ, Τζον Άρτσιμπαλντ — (John Archibald Wheeler, Φλόριντα 1911 –). Αμερικανός φυσικός. Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον από το 1947, πήρε μέρος στις έρευνες του προγράμματος Μανχάταν, που οδήγησαν στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας… …

    Dictionary of Greek

  • 60εξιτόνιο — Ένας συνδυασμός ηλεκτρονίου οπής σε ένα διηλεκτρικό ή έναν ημιαγωγό. Το ηλεκτρόνιο έχει αποκτήσει αρκετή ενέργεια ώστε να βρίσκεται σε διεγερμένη κατάσταση, αλλά να μην εγκαταλείπει πλήρως την οπή. To ζεύγος αποκτά σταθερότητα που την εξασφαλίζει …

    Dictionary of Greek