ὅπη δή

  • 41κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 42λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …

    Dictionary of Greek

  • 43μετόπη — Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής που σημαίνει την έγγλυφη (σκαλισμένη προς το εσωτερικό μιας επιφάνειας) πλάκα, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ του επιστηλίου και του γείσου των οικοδομημάτων δωρικού ρυθμού. Ο όρος μ. παράγεται από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 44μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 45ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …

    Dictionary of Greek

  • 46οπήεις — ὀπήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] …

    Dictionary of Greek

  • 47οστιόλη — η (μυκητ.) α) η οπή, το άνοιγμα τού πυκνιδίου ενός μύκητα β) σωληνοειδής δομή τού ασκοκαρπίου, δηλαδή τού καρποφόρου που φέρει τους ασκούς τού μύκητα, η οποία είναι εσωτερικά επιστρωμένη με επιφύσεις και καταλήγει σε οπή …

    Dictionary of Greek

  • 48οχεά — ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α) οπή, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος τής ελληνιστικής εποχής, παρλλ. τού τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις*: κρυόεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 49ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 50σκάτσα — η, Ν ναυτ. α) τόρμος, το κοίλωμα εντορμίας β) οπή τροχίλου γ) οπή μέσα στην οποία σφηνώνεται, εφαρμόζεται μια δοκός, όπως η δοκός τού εργάτη ή ακόμη και ο ιστός τού πλοίου …

    Dictionary of Greek