ὅπη δή

  • 121κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… …

    Dictionary of Greek

  • 122κλειδωνιάστρα — η [κλειδωνιά] η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα …

    Dictionary of Greek

  • 123κλειθρίδιον — κλειθρίδιον, τὸ (Α) 1. μικρή οπή κλειδαριάς 2. μικρή χαραμάδα πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. λαγω ίδιον, νυμφ ίδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 124κοριοειδής — (I) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κόρη οφθαλμού, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, μαύρος και στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κόριος (< κόρη «η οπή τού οφθαλμού») + ειδής (< εἶδος)]. (II) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει… …

    Dictionary of Greek

  • 125κουμπαράς — ο μικρό δοχείο με στενή οπή στην οποία ρίχνονται χρήματα για αποταμίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumbara «όλμος» και «κουμπαράς» (από το σχήμα του)] …

    Dictionary of Greek

  • 126κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου …

    Dictionary of Greek

  • 127κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 128κόρνο — Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κ. παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κ. (από κέρατα ζώων), τα οποία… …

    Dictionary of Greek