ὅπη δή

  • 111ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 112κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] …

    Dictionary of Greek

  • 113καλλιόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη από τις εννέα Μούσες (βλ. λ.), κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μητέρα του Ορφέα και του Λίνου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προστάτιδα της ποίησης, ιδιαίτερα της επικής. Μνημονεύεται από τον Ησίοδο ως η… …

    Dictionary of Greek

  • 114καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] …

    Dictionary of Greek

  • 115κατάκλυστρον — κατάκλυστρον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου συρρέει το νερό τής βροχής 2. τετράγωνη αβαθής δεξαμενή στο κέντρο τού ατρίου τής ρωμαϊκής οικίας 3. ορθογώνια οπή στη σκεπή τών ρωμαϊκών οικιών η οποία χρησίμευε για να τρέχει το νερό στην αβαθή δεξαμενή τού… …

    Dictionary of Greek

  • 116καταβόθρα — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Πρεβέζης, 28 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 117κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 119κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …

    Dictionary of Greek

  • 120κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …

    Dictionary of Greek