ὅπη δή
101δεστρώνω — και δεστρώ [δέστρο] τοποθετώ δέστρο στην οπή τού τροχού …
102διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …
103διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …
104διατομή — η (AM διατομή) [διατέμνω] η διαίρεση στα δύο, διαχωρισμός, διχοτόμηση νεοελλ. φρ. 1. «διατομή μυός, πτώματος κ.λπ.» το να ανοιχθεί με χειρουργικό εργαλείο από το ένα άκρο ώς το άλλο 2. «διατομή θυρεού» διαίρεση τού θυρεού σε μέρη με γραμμή 3.… …
105διόπη — διόπη, η (Α) [οπή] είδος σκουλαρικιού …
106ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …
107επίπτυγμα — ἐπίπτυγμα, τὸ (Α) [επιπτύσσω] 1. μεμβράνη που καλύπτει οπή τής επιφάνειας τού δέρματος, και ιδίως στα οστρακόδερμα 2. στον πληθ. ἐπιπτύγματα τα βράγχια, τα σπάραχνα τών ψαριών …
108επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… …
109επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] …
110εργατοπέδη — η κυλινδρική οπή στο κατάστρωμα πλοίου μέσα στην οποία στρέφεται η άτρακτος τού εργάτη, η «τρύπα τού αργάτη» …