ὅμ-ῖλος
1Ἴλος — masc nom sg …
2Ἶλος — Ἶ̱λος , Ἶλος masc nom sg …
3ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… …
4Ἴλοιο — Ἴλος masc gen sg (epic) Ἴ̱λοιο , Ἶλος masc gen sg (epic) …
5Ἴλου — Ἴλος masc gen sg Ἴ̱λου , Ἶλος masc gen sg …
6Ἴλως — Ἴλος masc acc pl (doric) Ἴ̱λως , Ἶλος masc acc pl (doric) …
7Ἴλῳ — Ἴλος masc dat sg Ἴ̱λῳ , Ἶλος masc dat sg …
8Ἴλον — Ἴλος masc acc sg …
9φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… …
10ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …