ὅμ-ῖλος

  • 51τόλμιλλος — ὁ, Μ τολμηρός, τολμητίας («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + υποκορ. κατάλ. ιλος, με εκφραστ. διπλασιασμό τού λ (πρβλ. ῥόβ ιλλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 52φάρκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεοσσοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. φρυγ ίλος* «είδος πτηνού» και να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζα *bher g «γαβγίζω, μουρμουρίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 53Δάρδανοι ή Δαρδανίδες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, στην Τρωάδα, γύρω από την Ίδη. Κατά την παράδοση, γενάρχης τους ήταν ο Δάρδανος (βλ. λ.), γιος του Δία και μιας θνητής ονόματι Ηλέκτρα, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Τρωάδα από… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ἶλον — Ἶ̱λον , Ἶλος masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 55bhoso-s —     bhoso s     English meaning: naked     Deutsche Übersetzung: “nackt”     Note: From Root bhē : bhō : “to warm, fry, *bath” : Root bhoso s : “naked” derived from Ossetic: bægnæg [adj] “naked” of Root nogʷ , nogʷod(h)o , nogʷ no : naked” common …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 56k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary