ὅμ-ῖλος

  • 41Ил (сын Троса) — У этого термина существуют и другие значения, см. Ил (значения). Ил (Илос, др. греч. Ἶλος)  персонаж древнегреческой мифологии[1] Сын Троса[2] и Каллирои. Вышел победителем в состязаниях в борьбе и получил в награду 50 юношей и 50 девушек.… …

    Википедия

  • 42Ilvs — ILVS, i, Gr. Ἰλος, ου, (⇒ Tab. XXXI.) des Dardanus und der Batea Sohn, starb ohne Kinder, daher das Reich auf seinen Bruder, den Erichthonius, fiel. Apollod. l. III. c. 11. §. 2 …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 43Satvrnvs — SATVRNVS, i, Gr. Κρόνος, ου, (⇒ Tab. I. ⇒ II. ⇒ IX.) 1 §. Namen. Der lateinische Namen soll entweder von Satu kommen, weil er, so fern er den Himmel bedeutet, der Ursprung der andern Dinge sey. Varro de LI. l. IV. c. 10. Er soll daher anfänglich… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 44Ιλιάδαι — Ἰλιάδαι, oἱ (Α) οι απόγονοι τού Ίλου, οι Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + πατρωνυμική κατάλ. ιάδης (πληθ. ιάδαι) που χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για μετρικούς λόγους (πρβλ. Λαερτ ιάδης, Τελαμων ιάδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 45Ιλοραίστης — Ἰλοραίστης και δωρ. τ. Ἰλοραίστας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τους Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + ραίστης (< ραίω «συντρίβω»), πρβλ. ανθρωπο ραίστης, λυκο ραίστης] …

    Dictionary of Greek

  • 46ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 47ίλιος — ἴλιος, ία, ον (Α) [Ίλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίλο 2. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός …

    Dictionary of Greek

  • 48δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… …

    Dictionary of Greek

  • 49κωτίλος — κωτίλος, η, ον (Α) 1. φλύαρος 2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.) 3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.) 4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 50οργίλος — η, ο (Α ὀργίλος, η, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. γεμάτος οργή, εξοργισμένος. επίρρ... οργίλως (Α ὀργίλως) με μεγάλο θυμό, με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα… …

    Dictionary of Greek