ὅμηρον

  • 31λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 32μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …

    Dictionary of Greek

  • 33μαρτύρομαι — (Α) [μάρτυς] 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, καλώ κάποιον για μαρτυρία (α. «γαῑαν καὶ θεοὺς μαρτύρομαι», Ευρ. β. «μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῡ ξείνου πεπονθὼς εἴη», Ηρόδ.) 2. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, σε αντιδιαστολή με το λέγω απλώς 3. αναφέρω… …

    Dictionary of Greek

  • 34παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») …

    Dictionary of Greek

  • 35προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …

    Dictionary of Greek

  • 36σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …

    Dictionary of Greek

  • 37υπερφθέγγομαι — ΜΑ 1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.) 2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 38φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 39Βολφ, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Wolf, 1759 – 1824).Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Γκέτινγκεν. Το 1777 εξέδωσε μια μελέτη του για τα ομηρικά έπη, στην οποία αναφέρθηκε επικριτικά ο συμπατριώτης του ποιητής Χάινε. Το 1872, ένα νέο έργο …

    Dictionary of Greek

  • 40Δεβαρής, Ματθαίος — (Κέρκυρα αρχές 16ου αι. – Ρώμη 1581). Λόγιος της Αναγέννησης. Μετά τις σπουδές του στη Ρώμη και την προσχώρησή του στην Δυτ. Καθολική Εκκλησία, υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος ή δάσκαλος της ελληνικής στα ανάκτορα διαφόρων καρδινάλιων (Ριντόλ,… …

    Dictionary of Greek