ὅμηρον
21ЦЕЦ — • Tzetzes, Τζέτζης, по имени Иоанн, поэт и грамматик, живший в 12 в. от Р. X., чрезвычайно ученый муж для своего времени. Из стихотворений его (ср. Epos, Эпос, 6) более известны; Ίλιακά, эпос в 1676 стихах и 3 отделах: τά Όμήρου, τά… …
22ЭПОС — • Epos. I. У греков. Гомер обозначает эпические песни везде словом αοιδή, в то время как επος, επεα значит у него слово, речь, рассказ и история, в противоположность к μυ̃θος, который заключает понятие о субъективном… …
23Philēmon — Philēmon, 1) P. u. Baukis, altes frommes Ehepaar in Phrygien. Als einst Zeus mit Hermes die Erde besuchte, um die Gesinnungen der Menschen zu prüfen, baten sie lange um gastliche Aufnahme, bis sie dieselbe in der Hütte des P. u. der B. fanden.… …
24Rangawis — (Rangabé), 1) Alexandros Risos, namhafter neugriech. Gelehrter, Dichter und Staatsmann, geb. 25. Dez. 1810 in Konstantinopel aus einer Fanariotenfamilie, gest. 29. Jan. 1892 in Athen, siedelte 1818 mit seinem Vater Joannes Risos R., einem hohen… …
25OENOMAUS — I. OENOMAUS Cynicus Gadarensis, Porphyriô paulo superior. Scripsit περὶ τῆς καθ᾿ Ὅμηρον φιλοσοφίας, teste Suida, in Οἰνόμαος. Item περὶ Κυνισμοῦ, περὶ Κράτητος, καὶ Διογένους, καὶ τῶ λοιπῶν. teste eôdem Suidâ, ubi supra. Meminit eius Theodoretus… …
26έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
27αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …
28καθομηρίζω — (AM) 1. περιγράφω ομηρικά, με ομηρικούς στίχους ή με ομηρικό τρόπο 2. (αμτβ.) μιλώ με ομηρικό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. καθ Ὅμηρον (ενν. ομιλώ, λέγω)] …
29καθομηρεύω — (Α) εκφράζομαι στην ομηρική γλώσσα, λέγω κάτι ομηρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. καθ Ὅμηρον (ενν. ομιλώ, λέγω)] …
30κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… …