ὅδε el
1ὅδε — this masc nom sg …
2όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …
3ὁδέ — ὁδός 1 way masc voc sg ὁδός 2 way fem voc sg …
4τάδε — ὅδε this neut acc pl ὅδε this neut nom pl τά̱δε , ὅδε this fem acc dual τά̱δε , ὅδε this fem nom/voc dual …
5.όδ' — ὅδε , ὅδε this masc nom sg …
6τῶνδε — ὅδε this fem gen pl ὅδε this masc/neut gen pl …
7τόνδε — ὅδε this masc acc sg ὅδε this neut acc sg …
8τώδε — ὅδε this masc/neut acc dual ὅδε this masc/neut nom/voc dual …
9ὅδ' — ὅδε , ὅδε this masc nom sg …
10.ουδ' — ὀδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg (attic) …