ὄᾰρ-ος
1όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …
2ὄαρ — wife fem nom sg …
3ὀάρεσσι — ὄαρ wife fem dat pl (epic aeolic) …
4ὀάρων — ὄαρ wife fem gen pl ὄαρος converse masc gen pl …
5ὄαρας — ὄαρ wife fem acc pl …
6ὄαρες — ὄαρ wife fem nom/voc pl …
7ὄαρι — ὄαρ wife fem dat sg …
8ὄαρος — ὄαρ wife fem gen sg ὄαρος converse masc nom sg …
9ὤρεσι — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσι , ὦρος sleep neut dat pl …
10ὤρεσιν — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσιν , ὦρος sleep neut dat pl …
Страницы
- 1
- 2