ὄχμα πόρπημα

  • 1όχμα — ὄχμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρπημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. μα] …

    Dictionary of Greek