ὄχλου
1ὀχλοῦ — ὀχλέω move pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχλέω move imperf ind mp 2nd sg (attic) …
2ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg …
3φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] …
4όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …
5вънѣ — (212) нар. и предл. I. Нар. 1. Вне, снаружи; за пределами: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се<лъ>. то чѫѥть вонѫ сѹщеѥ въ <храмѣ> вино. и цвьтеть сь нимь (ἔξω) Изб 1076, 133 об.; заѹтра и вечеръ и полѹд҃<не> за тѩ… …
6Brea (Thrakien) — Brea Stein im Epigraphischen Museum Athen Brea (griechisch Βρέα Femininum, Einwohner Βρεαῖος oder Βρεάτης)[1] war e …
7CATERVA — apud Statium, Thebaid. l. 2. v. 577. quorum ut subitis exterrita fatis Agmina, turbatam vidit laxare catervam: densius agmen exponitur in Gloss. MS. Quam vocem Latinam multis Graecis interpretatur Philoxenus: Caterva, πολυπληθία. Συνδρομὴ,… …
8-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …
9δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …
10επισύστασις — ἐπισύστασις, ἡ (Α) [σύστασις] 1. θορυβώδης συγκέντρωση λαού («καὶ οὔτε ἐν τῷ ίερῷ εὗρόν με... ἐπισύστασιν ποιοῡντα ὄχλου», ΚΔ) 2. στάση, επανάσταση («οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών... ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου», ΠΔ) 3. συγκέντρωση… …