ὄττα
1όττα — ὄττα, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. ὄσσα …
2ὄττα — ὄττᾱ , ὄσσα a rumour fem nom/voc/acc dual (attic) ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) …
3Ὄττα — Ὄσσᾱ , Ὄσσα fem nom/voc/acc dual Ὄσσα , Ὄσσα fem nom/voc sg …
4κὤττ' — ὄττα , ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) ὄσσε , ὄσσα a rumour neut nom/voc/acc dual ὄτται , ὄσσα a rumour fem nom/voc pl (attic) ὄττᾱͅ , ὄσσα a rumour fem dat sg (attic doric aeolic) ὠσσί , οὖς Cultes Egyptiens neut dat pl (epic) …
5ὄττ' — ὄττα , ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) ὄσσε , ὄσσα a rumour neut nom/voc/acc dual ὄτται , ὄσσα a rumour fem nom/voc pl (attic) ὄττᾱͅ , ὄσσα a rumour fem dat sg (attic doric aeolic) …
6οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …
7όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …
8ότα — (I) ὄτα (Α) (αιολ. τ.) βλ. ὅτε. (II) ὄτα και ὄττα (Α) (αττ. τ.) βλ. όσσα …