1όσχιον — ὄσχιον, τὸ (Α) [όσχη (II)] ελικοειδής έκφυση γύρω από το στόμιο τής μήτρας η οποία εξέχει προς τα επάνω …
Dictionary of Greek
2ὀσχίῳ — ὄσχιον raised margin of the womb neut dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3όσχις — ὄσχις, ιος, ἡ (Α) [όσχη (II)] πιθ. όσχιον.* …
Dictionary of Greek