ὄστρειον
1όστρειον — ὄστρειον, τὸ (Α) βλ. όστρεο …
2ὄστρειον — neut nom/voc/acc sg ὄστρεον oyster neut nom/voc/acc sg (attic) …
3ὀστρείοις — ὄστρειον neut dat pl ὄστρεον oyster neut dat pl (attic) …
4ὀστρείοισιν — ὄστρειον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄστρεον oyster neut dat pl (attic epic ionic aeolic) …
5ὀστρείου — ὄστρειον neut gen sg ὄστρεον oyster neut gen sg (attic) …
6ὀστρείων — ὄστρειον neut gen pl ὄστρεον oyster neut gen pl (attic) …
7ὀστρείῳ — ὄστρειον neut dat sg ὄστρεον oyster neut dat sg (attic) …
8ὄστρεια — ὄστρειον neut nom/voc/acc pl ὄστρεον oyster neut nom/voc/acc pl (attic) …
9οστρειακός — ὀστρειακός, ή, όν (Μ) [όστρειον] αυτός που ανήκει σε όστρεο, σε στρείδι, ή προέρχεται από όστρεο …
10οστρειογραφής — ὀστρειογραφής, ές (Α) βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρειον + γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. χρυσο γραφής] …
- 1
- 2