ὄσσω
1όσσω — ὄσσω (Α) (αιολ. τ.) βλ. όσσομαι …
2ὄσσω — ὄσσε the two eyes neut nom/voc/acc dual …
3ὅσσῳ — ὅσος as great as masc/neut dat sg (epic) …
4ὄττω — ὄσσω , ὄσσε the two eyes neut nom/voc/acc dual …
5ὅσσωι — ὅσσῳ , ὅσος as great as masc/neut dat sg (epic) …
6όσσομαι — ὄσσομαι και ενεργ. αιολ. τ. ὄσσω (Α) 1. βλέπω 2. συλλαμβάνω με τον νου, φαντάζομαι 3. προβλέπω, προμαντεύω 4. (συν. για κάτι κακό) προμηνύω, προλέγω, ιδίως με το βλέμμα μου ή με κινήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *okw (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. ye / o (πρβλ …