ὄρχαμος
1όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …
2ὄρχαμος — leader masc nom sg …
3ὀρχάμου — ὄρχαμος leader masc gen sg …
4ὀρχάμῳ — ὄρχαμος leader masc dat sg …
5ὄρχαμε — ὄρχαμος leader masc voc sg …
6ὄρχαμοι — ὄρχαμος leader masc nom/voc pl …
7ὄρχαμον — ὄρχαμος leader masc acc sg …
8ОРХАМ — • Orchămus, Όρχαμος, царь ахеменийцев, муж Евриномы и отец прекрасной Левкофои, любимой Аполлоном. Отец приказал ее за эту любовь живою закопать в землю, но Аполлон превратил ее в благовонный кустарник. Ov. met. 4, 208 слл …
9άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ …
10ὄρχαμ' — ὄρχαμε , ὄρχαμος leader masc voc sg ὄρχαμαι , ὀρχάμη an uncultivated copse fem nom/voc pl …