ὄρφνα
1ὄρφνα — ὄρφνᾱ , ὄρφνη the darkness fem nom/voc/acc dual ὄρφνᾱ , ὄρφνη the darkness fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ὀρφνά — ὀρφνός dark neut nom/voc/acc pl ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc/acc dual ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ὄρφνᾳ — ὄρφναι , ὄρφνη the darkness fem nom/voc pl ὄρφνᾱͅ , ὄρφνη the darkness fem dat sg (doric aeolic) …
4ὄρφνας — ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem acc pl ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem gen sg (doric aeolic) …
5ὄρφναν — ὄρφνᾱν , ὄρφνη the darkness fem acc sg (doric aeolic) …
6κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] …
7όρφνη — Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα. * * * ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α) 1. το σκοτάδι τής νύχτας 2. η νύχτα 3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.,… …