ὄρφης

  • 1Ορφεύς — ο (Α Ὀρφεύς, έως, δωρ. τ. Ὄρφης) μορφή τής ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος τού Απόλλωνος ή τού… …

    Dictionary of Greek