ὄρπετον

  • 1όρπετον — ὄρπετον, τὸ (Α) (αιολ. τ.) βλ. ἑρπετό …

    Dictionary of Greek

  • 2ὄρπετον — beast neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …

    Dictionary of Greek

  • 4γλυκόπικρος — η, ο (Α γλυκύπικρος, ον, Μ γλυκόπικρος, ον) 1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή 2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος… …

    Dictionary of Greek

  • 5ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… …

    Dictionary of Greek

  • 6serp- —     serp     English meaning: to crawl, *snake     Deutsche Übersetzung: “kriechen”     Note: From a zero grade of Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Illyr. *nsala “eel” [later Alb. (*encheleae > *ensala) ngjalë “eel”], then from the… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary