ὄρη χιόνεσσι φάληρα

  • 1φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… …

    Dictionary of Greek