ὄνων
1ὀνῶν — ὀνή help fem gen pl …
2ὄνων — ὄνος white chested masc/fem gen pl …
3όνων — ονος white chested masc gen pl …
4περικτίονες — όνων, οἱ, Α περίοικοι, γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφι κτίονες] …
5μύκλα — μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῑς τραχήλοις καὶ τοῑς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν» 3. (κατά το λεξ.… …
6ASINORUM Caro — saltem in fame, pro cibo fuisle legitur, 2. Regum c. 6. v. 25. ubi in Samaria a Syris obsesla, narratur asini caput siclis 80. venisse. Sic Artaxerxes apud Cadusios in summa fame, sola iumenta concidebat, cum nihil aliud suppeteret, ὥςτε ὄνου… …
7όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …
8βραχιόνων — βραχῑόνων , βραχίων arm masc gen pl βραχύς short gen comp pl (ionic) βραχῑόνων , βραχύς short gen comp pl (attic) …
9меск — род. п. а мул , редкое слово ( Илиада в переводе Гнедича, Одиссея в перев. Жуковского), укр. меск, др. русск. мъскъ, мъсчата мн. (Златоструй, ХII в.; см. Соболевский, ЖМНП, 1894, май, стр. 218), наряду с этим мьскъ (Новгор. 1 летоп., Хож. игум.… …
10Hérulos — Sólido bizantino con el rostro inscrito de Odoacro. Esta moneda es uno de los pocos registros existentes relacionados con los hérulos. Los hérulos eran una tribu germánica que invadió el Imperio romano en el siglo III, provenientes de… …