1όνοσις — ὄνοσις, ἡ (Μ) [όνομαι] κατηγορία, μομφή, ψόγος, ονειδισμός …
Dictionary of Greek
2ὄνοσις — blame fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)