ὄνοι

  • 11POSTHUMI — quinam dicendi, hâc lege definierunt Decemviri: Utsi qua mulier post viri mortem in decem proximis mensibus pareret: qui quaeve ex ea nascerentur, suus suave in Viri familia haeres esset. Ratio legis, ut sobolem illam ex nuptiis vere natam et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12μηλίς — μηλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς) κίτρινο χρώμα, ώχρα αρχ. 1. το δέντρο μηλιά 2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» οι κυδωνιές 3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 13τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… …

    Dictionary of Greek

  • 14τετραονία — ἡ, Α τέσσερεις όνοι μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὄνος + κατάλ. ία] …

    Dictionary of Greek

  • 15όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …

    Dictionary of Greek

  • 16ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 17ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… …

    Dictionary of Greek

  • 18Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …

    Dictionary of Greek

  • 19Παροπάμισος — Ορεινό συγκρότημα του Αφγανιστάν. Έχει μήκος περίπου 600 χλμ. και πλάτος έως 250 χλμ. Αποτελείται από όρη με οριζόντια σχεδόν διάταξη, που διακόπτονται από εγκάρσιες κοιλάδες στον άνω ρου ποταμών, όπως ο Χάρι Ρουντ και ο Μουργκάμπ. Το μέσο ύψος… …

    Dictionary of Greek