ὄμφαλος
1ομφαλός — ομφαλός, ο και αφαλός, ο 1. μικρό κοίλωμα στο μέσο της κοιλιάς απ όπου ξεκινά ο ομφάλιος λώρος του εμβρύου και απ όπου τρέφεται τούτο, αλλ. αφάλι. 2. φρ., «Μου λύθηκε ο αφαλός από το γέλιο», γέλασα πολύ. «Θα σου λύσω τον αφαλό στο ξύλο», θα σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2Ὀμφαλός — nom sg …
3ὀμφαλός — navel masc nom sg …
4ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …
5Омфал — (Όμφαλος греч. пуп ) по греческому сказанию, упавший с неба камень (метеорит) в Дельфах, означавший середину, как бы пуп земли, представлявшейся в виде плоского щита; хранился в святилище Аполлона и почитался как божество, обвивался повязками,… …
6ОМФАЛ — • Όμφαλός, 1. umbo, шишка, остроконечное возвышение посередине щита, ε̉πομφάλιον, которое делалось частью для того, чтобы по его бокам скользили стрелы, частью же им наносили удары в рукопашной схватке; 2. так называют греческие… …
7ὀμφαλοῖς — ὀμφαλός navel masc dat pl …
8ὀμφαλοί — ὀμφαλός navel masc nom/voc pl …
9ὀμφαλοῦ — ὀμφαλός navel masc gen sg …
10ὀμφαλούς — ὀμφαλός navel masc acc pl …