ὄμπνη
1όμπνη — ὄμπνη, ἡ (Α) 1. δημητριακός καρπός για τροφή 2. στον πληθ. αἱ ὄμπναι πίτες από αλεύρι και μέλι, που προσφέρονταν σε θυσίες (α. «ὄμπναι πυροὶ μέλιτι πεφυραμένοι», Φώτ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὄμπνη τροφή, ευδαιμονία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …
2ὄμπνη — food fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ὄμπνῃ — ὄμπνη food fem dat sg (attic epic ionic) …
4ὄμπναι — ὄμπνη food fem nom/voc pl ὄμπνᾱͅ , ὄμπνη food fem dat sg (doric aeolic) …
5ὄμπνης — ὄμπνη food fem gen sg (attic epic ionic) …
6ячмень — м., род. п. еня, прилаг. ячменный, ячный, ячневый, укр. ячмiнь – то же, русск. цслав. ячьмы, род. п. ячьмене κριθή, ячьмыкъ – то же, ст. слав. ѩчьнѣнъ (Зогр., Ассем., из *ɪѧчьмен ; см. Мейе, Et. 437), ѩчьнъ (Мар.) κρίθινος, сербск. цслав.… …
7ομπνεύω — ὀμπνεύω (Α) [όμπνη] (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνεύειν, αὔξειν» …
8ομπνηρός — ὀμπνηρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνηρὸν ὕδωρ τρόφιμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμ ηρός)] …
9ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* …
10ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] …
- 1
- 2