ὄμπναι

  • 1ὄμπναι — ὄμπνη food fem nom/voc pl ὄμπνᾱͅ , ὄμπνη food fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2όμπνη — ὄμπνη, ἡ (Α) 1. δημητριακός καρπός για τροφή 2. στον πληθ. αἱ ὄμπναι πίτες από αλεύρι και μέλι, που προσφέρονταν σε θυσίες (α. «ὄμπναι πυροὶ μέλιτι πεφυραμένοι», Φώτ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὄμπνη τροφή, ευδαιμονία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …

    Dictionary of Greek