ὄμματος

  • 1ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πρόκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προκόπτω] προκοπή, πρόοδος …

    Dictionary of Greek

  • 3πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για …

    Dictionary of Greek

  • 4σύγκομμα — όμματος, τὸ, Α [συγκόπτω] είδος φαρμάκου ή εδέσματος …

    Dictionary of Greek

  • 5υπόκομμα — όμματος, τὸ, Α [ὑποκόπτω] 1. (ιδίως για έντομα) η κατά την οσφύ περίσφιγξη 2. (για χιτώνα) μέση («ὀρθοστάδιοι χιτῶνες οἱ στατοί, ὑπόκομμα ἔχοντες», Ησύχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 6ευόμματος — εὐόμματος, ον (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει και τα δύο μάτια, που βλέπει καλά, που έχει οξεία όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομματος (< όμμα, τος), πρβλ. α όμματος, πολυ όμματος] …

    Dictionary of Greek

  • 7θαλερόμματος — θαλερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ όμματος, πολυ όμματος] …

    Dictionary of Greek

  • 8ιερακόμματος — ἱερακόμματος, ον (Μ) αυτός που έχει μάτια γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + όμματος < όμμα (πρβλ. δυσ όμματος, μον όμματος)] …

    Dictionary of Greek

  • 9ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] …

    Dictionary of Greek

  • 10κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ …

    Dictionary of Greek