ὄμβρῳ
1ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …
2ὀμβρῶ — ὀμβρέω rain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀμβρέω rain pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀμβρόω imbricitur pres subj act 1st sg ὀμβρόω imbricitur pres ind act 1st sg …
3ὄμβρω — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc/acc dual ὄμβρος storm of rain masc gen sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ό)μβρος masc nom/voc/acc dual ό)μβρος masc… …
4ὄμβρῳ — ὄμβρος storm of rain masc dat sg ό)μβρος masc dat sg …
5ὄμβρωι — ὄμβρῳ , ὄμβρος storm of rain masc dat sg ὄμβρῳ , ό)μβρος masc dat sg …
6όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …
7OLYMPUS — I. OLYMPUS Historicus, cuiusaetatem satis indieat, quod fuit medicus Cleopatrae, Iulii prius, post Antonii, amasiae, de quo Plut. in Anton. II. OLYMPUS Mysiae Rex, qui Iasi filiam, Nepiam, uxorem duxit, ut scribit Dionysius Milesius, habitavitque …
8ανομβρώ — ἀνομβρῶ ( έω) (Α) 1. αναβλύζω νερό 2. μτφ. παρέχω με αφθονία («καὶ αὐτοὶ ἐσοφίσαντο καὶ ἀνώμβρισαν παροιμίας» Π.Δ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ομβρώ «βρέχω»] …
9εξομβρώ — ἐξομβρῶ, έω (AM) χύνω άφθονα, σαν βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομβρώ «βρέχω» (< όμβρος «βροχή»)] …
10καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …
- 1
- 2