ὄλυνθος

  • 41κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …

    Dictionary of Greek

  • 42λύθι — και αλύθι, το (Μ λύθι) 1. άγουρο ή άγριο σύκο 2. αγριοσυκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀλύνθιον, υποκορ. τού αρχ. ὄλυνθος* «άγριο σύκο» (πρβλ. ἀλύθι)] …

    Dictionary of Greek

  • 43μπλόθος — ο άγουρο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *ὠμ όλυνθον < ὠμός + ὄλυνθος «σύκο»] …

    Dictionary of Greek

  • 44οδόλυνθοι — ὁδόλυνθοι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρέβινθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για συνθ. λ. από ὁδός + ὄλυνθος «άγριο σύκο», με αρχική σημ. «άγρια σύκα που βρίσκονται στον δρόμο»] …

    Dictionary of Greek

  • 45ολυνθάζω — ὀλυνθάζω (Α) [όλυνθος] ενεργώ τεχνητή γονιμοποίηση τών φοινικοδένδρων φέρνοντας κοντά στο άνθος τού θηλυκού φοίνικα ανθισμένο κομμένο κλάδο τού αρσενικού δέντρου …

    Dictionary of Greek

  • 46ολυνθιακός — ή, ό (Α ὀλυνθιακός, ή, όν) [Όλυνθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όλυνθο, την περίφημη αποικία τών Αθηναίων στη Χαλκιδική 2. φρ. «Ολυνθιακοί λόγοι» τρεις δημηγορίες που εκφωνήθηκαν στην Αθήνα από τον Δημοσθένη το 349 348 π.Χ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 47ολυνθοφόρος — ὀλυνθοφόρος και ὀλυνθηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει άγουρα ή πρώιμα σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυνθος «άγουρο σύκο» + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 48ολύνθη — ὀλύνθη, ἡ (Α) [όλυνθος] το δέντρο ερινεός, η αγριοσυκιά …

    Dictionary of Greek

  • 49όλονθος — (I) ὅλονθος, ον (Α) γεμάτος ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὄνθος «κόπρος ζώων»]. (II) ὄλονθος, ὁ, σπαν. και ἡ (Α) 1. ο εδώδιμος καρπός τής άγριας συκιάς 2. άγουρος καλοκαιρινός καρπός τής καλλιεργημένης συκιάς 3. άγονη αρσενική άνθηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 50όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …

    Dictionary of Greek