ὄλιζον

  • 1ὄλιζον — ὀλίγος little masc/fem voc comp sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2υπολίζων — όλιζον, Α (επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. τού ὀλίγος] …

    Dictionary of Greek

  • 3OLIZON — urbs Magnesiae in Thessalia. Homer. Il. ss. v. 717. Καὶ Πιτύειναι ἔχον, καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν. Steph. Ὠνομάςθη δὲ ἀπὸ τοῦ μαχρὰ ῏ειναι. Θεςςαλοὶ γὰρ, ὡς ἱςτορεῖ Δημοςθένης εν κτίσεσι, τὸ μικρὸν, ὄλιζον καλοῦσι. Ad radices Pesii montis; ob… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4λιζόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαττον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄλιζον, ουδ. τού ὀλ(ε)ίζων < ὀλίγος] …

    Dictionary of Greek