ὄλεϑρος
1ὄλεθρος — ruin masc nom sg …
2όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για …
3όλεθρος — ο καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος, διαφθορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀλέθρω — ὄλεθρος ruin masc nom/voc/acc dual ὄλεθρος ruin masc gen sg (doric aeolic) …
5ὀλέθροις — ὄλεθρος ruin masc dat pl …
6ὀλέθρου — ὄλεθρος ruin masc gen sg …
7ὀλέθρους — ὄλεθρος ruin masc acc pl …
8ὀλέθρων — ὄλεθρος ruin masc gen pl …
9ὀλέθρως — ὄλεθρος ruin masc acc pl (doric) …
10ὀλέθρῳ — ὄλεθρος ruin masc dat sg …