ὄκρις
1οκρίς — ὀκρίς, ίδος, ό, ἡ (Α) [όκρις] αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια …
2όκρις — ὄκρις, ιος, ἡ (Α) 1.. ακανόνιστη προεξοχή 2. τραχεία επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ak «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός» (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) και αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. ocris πετρώδης, απότομος βράχος,… …
3ὀκρίς — ὄκρις jagged point nom sg …
4ὄκρις — ὄκρῑς , ὄκρις jagged point fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄκρις jagged point fem nom sg …
5ὀκρίδα — ὄκρις jagged point neut nom/voc/acc pl ὄκρις jagged point masc/fem acc sg …
6ὀκρίδας — ὄκρις jagged point masc/fem acc pl …
7острый — остр, остра, остро, диал. вωстрой, востёр, укр. острий, гострий, блр. востры, др. русск., ст. слав. остръ ὀξύς (Супр., Остром.), болг. остър, чак. о̏шта̑р, оштра̏, о̏штро, словен. ostǝr, ostra, ostro, чеш., слвц. ostry, польск. ostry, в. луж.… …
8Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …
9οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… …
10οκριάζω — ὀκριάζω (Α) [όκρις] είμαι τραχύς ή οργισμένος …
- 1
- 2