ὄγμος
1όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …
2ὄγμος — furrow masc nom sg …
3ὄγμοι — ὄγμος furrow masc nom/voc pl …
4ὄγμοις — ὄγμος furrow masc dat pl …
5ὄγμον — ὄγμος furrow masc acc sg …
6ὄγμου — ὄγμος furrow masc gen sg …
7ὄγμους — ὄγμος furrow masc acc pl …
8ὄγμων — ὄγμος furrow masc gen pl …
9ὄγμῳ — ὄγμος furrow masc dat sg …
10ώγμος — ὁ, (Α, ὦγμος) ὄγμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού ὄγμος*] …
Страницы