ὄγκη μέγεθος

  • 1όγκη — ὄγκη (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γωνία, μέγεθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄγκος (Ι) ή τού ὄγκος (ΙΙ). Έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε ὀγκίς] …

    Dictionary of Greek