ὄβρυζα
1όβρυζα — ὄβρυζα, ἡ (ΑΜ) η δοκιμασία τής γνησιότητας τού χρυσού με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το χετιττ. hubrušhi «αγγείο αργίλου». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η λ. σημαίνει και τη χοάνη στην οποία καθαρίζονταν ο χρυσός. Μαρτυρείται… …
2ὄβρυζα — assaying of gold fem nom/voc sg ὄβρυζος pure neut nom/voc/acc pl …
3ὀβρύζης — ὄβρυζα assaying of gold fem gen sg (attic epic ionic) ὄβρυζος pure fem gen sg (attic epic ionic) …
4ὄβρυζαν — ὄβρυζα assaying of gold fem acc sg …
5όβρυζος — ὄβρυζος, ον (ΑΜ) φρ. «ὄβρυζον χρυσίον» ή «χρυσοῡ νόμισμα ὄβρυζον» καθαρός χρυσός, νόμισμα από καθαρό χρυσό, ύστερα από δοκιμασία τής γνησιότητας του με χρήση φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ὄβρυζα*] …