ὄβδη
1ὄβδην — ὄβδη palam fem acc sg (attic epic ionic) …
2όβδην — ὄβδην (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄβ δην (< θ. οπ τού ὄπωπα* + επιρρμ. κατάλ. δην, με αφομοιωτική τροπή τού π σε β προ τού ηχηρού οδοντικού δ , πρβλ. κρύβ δην) έχει σχηματιστεί από το ουσ. ὄβδη «όψη», που μαρτυρείται μόνο στην… …